Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
Ή επιθυμία γιά τά κτιστά πράγματα, σέ συνδυασμό μέ τίς αισθήσεις, Μεταπίπτει σέ ήδονή.
Ή αίσθηση, οταν κινηθεί μέ έπιθυμία,
Προξενεί ήδονή, άφοΰ προσλάβει τό αισθητό. Ή αισθησιακή ήδονή είναι ή μητέρα του διαχωρισμού.
Διαρρηγνύει τήν πρωταρχική Ενότητα, τήν τέλεια άγάπη.
Ή ήδονή των αισθήσεων είναι ή μητέρα τού θανάτου,
Καί ό θάνατος μιάς τέτοιας ήδονής είναι ό πόνος.
Προσπαθώντας ν'άποφύγουμε τήν οδύνη.
Ζητάμε καταφύγιο στήν ήδονή τών αισθήσεων,
Όνομάζοντάς την εύτυχία.
Όμως, οταν προσπαθούμε νά άμβλύνουμε τήν οδύνη μέ τήν ήδονή, Τό μόνο πού κάνουμε είναι νά αύξήσουμε τήν οδύνη μας.
Γιατί ή ήδονή καί ή οδύνη είναι άλληλένδετες.
Ή Όδός μάς άπομακρύνει άπό τήν έκούσια άπατηλή ήδονή. Ή οδύνη μάς άναγκάζει νά ύψωθού με πάνω άπό τό βασίλειο τών αισθήσεων,
Νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τήν πραγματική μας φύση,
Σύμφωνα μέ τόν πρωταρχικό μας προορισμό.
Υπάρχουν δύο είδη οδύνης:
Ή οδύνη τών αισθήσεων -
Από τή στέρηση τού άντικειμένου τής σωματικής έπιθυμίας,
Καί ή οδύνη τής ψυχής -
«Ώ, ή Δυστυχία! Ή Εύτυχία άκουμπάει στό πλευρό της! Ώ, ή Εύτυχία! Ή Δυστυχία παραμονεύει άπό κάτω!»
Όταν ύπάρχει ήδονή, πρέπει νά ύπάρχει καί οδύνη. Πρέπει νά ύπάρχει οδύνη:
Γιατί μέσω τής ακούσιας οδύνης,
Από τή στέρηση τών άγαθών τής ψυχής.
Ή ηδονή τών αισθήσεων είναι ένα κενό πού συνεχώς γεμίζεται
Κι όμως πάντα παραμένει κενό.
Ή ηδονή τής ψυχής είναι μιά πληρότητα πού συνεχώς κενώνεται,
Κι όμως πάντα παραμένει πλήρης.
Γι' αυτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός.
«Τό όλωσδιόλου γεμάτο φαίνεται άδειο,
Αλλά είναι άνεξάντλητο.»
Τήν ήδονή των αισθήσεων τή διαδέχεται ή οδύνη τής ψυχής Ένω τήν άποδοχή τής οδύνης των αισθήσεων τή διαδέχεται ή ήδονή τής ψυχής.
Αύτή τήν ήδονή τής ψυχής τήν άποκαλούμε άγαλλίαση:
Ή αιώνια άγαλλίαση τής σύνδεσης μέ τήν Όδό.
Έτσι, όσοι άκολουθούν τήν Όδό δέχονται μέ χαρά τόν πόνο.
Ύπομένοντας άκούσιες συμφορές,
Τίς μετατρέπουν σέ όμαλές, χωρίς έμπόδια άτραπούς.
Μέ τήν έγκράτεια άπομακρύνονται άπό τήν ήδονή των αισθήσεων,
Πού είναι πολύπλοκη, πολύστροφη, πλεγμένη μέ όλα γενικώς τά αισθητά.
Γι' αυτό είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Ή Όδός ξεμπερδεύει τά μπλεγμένα νήματα,
Κάνει τήν ταραγμένη σκόνη νά κατακαθήσει».
Ανακατευθύνοντας τίς παρορμήσεις τής έπιθυμίας τους,
Όσοι άκολουθούν τήν Όδό λειτουργούν σέ συμφωνία μέ τή φύση.
Δέν έπιδιώκουν πλέον σωματική ηδονή,
Ούτε φοβούνται τήν οδύνη.
Ύπερνικωντας τέτοιες έπιδιώξεις καί τέτοιους φόβους,
Καθώς καί τήν φιλαυτία των αισθήσεων, πού τούς γέννησε,
Σκοτώνουν μ'ενα κτύπημα όλα τά πάθη.
Γι' αυτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Νά έλέγχεις τά πάθη μέ τή θέληση, αύτό είναι δύναμη.»
Ελεύθεροι άπό τήν έπιθυ μία γιά τά δη μιουργή ματα,
Όσοι άκολουθούν τήν Όδό περνούν άπό τό έξωτερικό στό έσωτερικό. Πηγαίνοντας πέρα άπό τίς έπιφανειακές όψεις των πραγμάτων,
Φτάνουν νά γνωρίσουν τήν έσωτερική ούσία των όντων.
Ώς λόγους τού Πρωταρχικού Λόγου,
Ώς σκέψεις τού Πρωταρχικού Νού.
Γι' αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Ό σοφός είναι πάντα χωρίς έπιθυμίες,
Καί έτσι άτενίζει τά μυστήρια της φύσης.»
Παραδινόμενοι σ' Αύτόν πού είναι πέρα άπό όλα τά δημιουργήματα, Μοιραζόμενοι μέ Αύτόν τήν κένωση τού έαυτού,
Όσοι άκολουθούν τήν Όδό ένώνονται όλοκληρωτικά μέ Αύτόν,
Τόν άληθινό σκοπό της άγάπης καί τού πόθου,
Τό άληθινό Τέλος καί έκπλήρωση της Επιθυμίας.
Είναι εύκολο νά συμφιλιωθεί κανείς μέ τήν ύπαρξη τού πόνου στόν κόσμο
Μέχρις οτου πονέσει πραγματικά αύτός ό ίδιος.
Τότε, οταν φαίνεται άδύνατο νά συμφιλιωθεί κανείς μέ τόν πόνο μέσα του,
Φαίνεται άδύνατο νά συμφιλιωθεί καί μέ τόν πόνο στόν κόσμο.
Αντί γιά εξήγηση πού νά μάς συμφιλιώνει μέ τόν πόνο,
Ό Πλάστης τών ολων προσέφερε τόν Έαυτό Του καί τή ζωή Του,
Γιατί αύτός μόνος ύπέφερε ώς άπόλυτα άθώος.
Αύτός μόνος δέν είχε τίποτα νά μάθει, τίποτα νά κερδίσει άπό τόν πόνο.
Αύτός μόνος γεννημένος άπό Παρθένο,
Δέν είχε γεννηθεί άπό αύτή τήν ήδονή πού πρέπει νά άκολουθείται
άπό οδύνη.
Ωστόσο μόνο αύτός έζησε στήν πληρότητά του ολον τόν πόνο καί τή θλίψη γιά τήν όποία ήταν ικανός ό άνθρωπος.
Ό πόνος τής Όδού ήταν μιά πράξη άπόλυτης συγκατάβασης.
Γι' αυτόν τόν πόνο δέν προσέφερε στόν Έαυτό Του καμιά ψευδή παρηγοριά,
Καμιά εύκολη άπόδραση πρός τήν ήδονή, σάν αύτές πού χρησιμοποιούμε καθη μερινά.
Ή ήδονή τών αισθήσεων, γεννημένη άπό τήν επιθυμία, είναι ή μητέρα
τού θανάτου.
Καί ό θάνατος μιάς τέτοιας ήδονής είναι ό πόνος.
Υποβάλλοντας τόν έαυτό του στόν πόνο καί στόν θάνατο χωρίς νά έχει γεννηθεί άπό ήδονή,
Ή Όδός θανάτωσε τό παιδί τής ήδονής,
Δημιουργώντας έτσι ζωή ατελεύτητη,
Αιώνια ανάπαυση καί ηρεμία,
Γιά όσους μοιράζονται τόν πόνο Του.
Αύτό προείδε καί προφήτευσε ό Αρχαίος Σοφός, λέγοντας:
«Ή Όδός τής χωρίς όνομα απλότητας είναι ό θάνατος των παθών.
Όταν δέν ύπάρχουν πάθη έρχεται ή γαλήνη
Καί έτσι όλα τά πράγματα στόν κόσμο ειρηνεύουν μοναχά τους.»
«Τρείς σύντροφοι στούς δέκα», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Ενώ είναι στό δρόμο τής ζωής, κινούνται πρός τόν τόπο τού θανάτου.
Γιατί;
Από τήν ύπερβολική άγάπη τους γιά τη ζωή.»
Πρίν η Όδός ένσα ρκωθ εί,
Οι άνθρωποι προσπαθούσαν νά άποφύγουν τόν πόνο καί τόν θάνατο τής σάρκας.
Αφότου ήρθε, οι άνθρωποι μέ χαρά δέχονταν τόν πόνο καί τόν θάνατο γιά νά Τόν άκολουθήσουν.
Γι'αύτούς, τό νά είναι μαζί Του καί νά πονούν
Ήταν πολύ καλύτερο άπό τό νά είναι χωρίς Αύτόν καί νά μήν πονούν.
Γι'αύτούς ύπήρχε μόνο ένας δρόμος.
Πρέπει κανείς νά πενθήσει γιά νά χαρεί.
Πρέπει κανείς νά διαλέξει τόν θάνατο τών παθών γιά νά ζήσει.
Αλλά άν κάποιος διαλέξει τήν εύτυχία, θά θερίσει θλίψη.
Καί άν κανείς διαλέξει τή ζωή του, σίγουρα θά πεθάνει.
«Χαίρετε καί άγαλλιάσθε», είπε η Όδός,
«Εσείς οι πτωχοί τφ πνεύματι,
Εσείς οι πενθούντες, οι πραείς,
Οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνη,
Οι όνειδιζόμενοι καί διωκόμενοι.»
Πρίν η Όδός ένσαρκωθεί,
Ό κόσμος δέν ήξερε πώς νά χαίρεται
Μέσα στήν φτώχεια, τή θλίψη, τήν άπελπισία καί τήν καταδίωξη.
Αφότου ήρθε, τά πάντα έχουν άντιστραφεί γιά όσους Τόν άκολουθούν.
Ή θλίψη έχει χάσει τό φαρμάκι της.
Μιά ήσυχη έλπίδα φωλιάζει καί μεγαλώνει στά ένδόμυχα τής
άπελπισίας.
Τό βάρος τού πόνου δέν είναι τόσο ώστε νά φέρει τήν καταστροφή.
Γιατί τά κλαδιά του κάνουν γλυκούς καρπούς.
Οι θλίψεις είναι ένα καμίνι όπου ό χρυσός καθαρίζεται.
Ό πόνος είναι η σμίλη στό χέρι τού γλύπτη,
«Συχνά ό πόνος έχει πλεονεκτήματα,
Καί τά πλεονεκτήματα πόνο».
Γιά όσους δέν άκολουθούν τήν Όδό,
Οι θλίψεις ειναι καταιγίδες πού ερημώνουν τά πάντα.
Γιά όσους άκολουθούν τήν Όδό,
Τά δάκρυα τής θλίψης ειναι μιά σιγανή βροχή πού κάνει τή ζωή νά άνθίζει.
Σ'αύτούς πού άκολουθούν τήν Όδό, ή ίδια ή Όδός ειπε:
«Θά κλάψετε καί θά θρηνήσετε,
Ένώ ό κόσμος θά χαρεί.
Καί θά λυπηθείτε,
Αλλά ή λύπη θά γυρίσει σέ χαρά,
Καί τή χαρά σας κανείς δέν θά μπορέσει νά σάς τήν άφαιρέσει.»
Ή σάρκα έπιθυμεί κατά τού πνεύματος Καί τό πνεύμα κατά της σάρκας.
Αύτό λέγεται «διάσταση» καί «άμφίρροπη πάλη».
Όσο περιοριζόμαστε άπό τόν νόμο της σάρκας,
Διασκορπιζόμαστε σέ πολλά μέρη καί άποκοβόμαστε άπό τήν ένότητα
της Όδού.
Όταν όμως ή σάρκα μας περιορίζεται μέ τή θέλησή μας,
Καταπίνεται μέσα στήν ένοποιό Δύναμη τής Όδού.
Όταν ή Όδός ένσαρκώθηκε καί πέθανε σάν άνθρωπος έπί Ξύλου,
Τό Πνεύμα Του χωρίστηκε άπό τό σώμα Του,
Καί τού Ναού τό καταπέτασμα σκίστηκε στά δύο.
Όταν όποιος άκολουθει τήν Όδό πεθαίνει ώς πρός αύτή τή ζωή καθώς πηγαίνει πρός Αύτόν,
Ό ναός αύτού τού άνθρώπου σκίζεται έπίσης.
Χωρίζεται στά δύο, γιατί γίνεται πνευματικός όπως ή ίδια ή Όδός,
Ωστόσο δέν παύει νά άνήκει στό σαρκικό σώμα στό οποίο διαμένει. Σκίζεται, άποκόβοντας καί άποτραβώντας τή θέλησή του άπό τήν
σάρκα,
Ή οποία είναι γλυκιά, άλλά έχει τήν τάση νά άπομακρύνεται άπό τήν Όδό.
Ή καρδιά ξεσκίζεται, κάνει τόν έαυτό της κομμάτια,
Καί αύτά τά κομμάτια τά φέρνει ώς προσφορά άγνή,
Ώς δώρο στόν Δωρητή της ζωης.
Αποκομμένη έτσι άπό τήν σάρκα,
Ή ψυχή έλευθερώνεται άπό τή διάσταση καί γίνεται ένα.
Συμπτύσσεται στό ένα,
Ενοποιείται στήν πρωταρχική άπλότητα.
Αποκαθίσταται στήν άρχική της κατάσταση.
Ή έτερότητα μπαίνει ύπό ζυγό,
Καταπίνεται άπό τό Ένα.
Αύτό ο Σοφός τό ονόμασε «μυστηριώδη συμφωνία», «πρωταρχική ένότητα».
Ή πρωταρχική ένότητα, λοιπόν, προέρχεται άπό τόν πόνο στήν καρδιά:
Ξεσκίζοντας τήν φτωχή καρδιά,
Ξεγυμνώνοντάς την άπό τήν έπιθυμία γιά κτιστά πράγματα,
Χάρη στήν έπιθυμία γιά τήν Άκτιστη Όδό.
Είναι μιά ένότητα πού προέρχεται άπό τό σκίσιμο στά δύο,
Χωρίς έσωτερικό πόλεμο, δέν ύπάρχει έσωτερική ειρήνη.
Ή Όδός καλεί όλους τούς ανθρώπους έξ ίσου νά Τόν ακολουθήσουν.
Ή κλήση γίνεται δεκτή άν, όταν έρχονται προβλήματα η απώλειες,
Αύτός πού ακολουθεί τήν Όδό παραδέχεται ότι του αξίζουν,
Όταν εύχαριστεί γι'αύτά,
Όταν δέν ύπολογίζει τή ζωή του ώς προσφιλή στόν ίδιο,
Καί παραδίνεται όλοκληρωτικά στήν Όδό. Γι' αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Όσοι ταυτίζονται μέ τήν απώλεια,
Βιώνουν τήν απώλεια πρόθυμα».
Ό πόνος είναι ένα αληθινό σημάδι ότι κάποιος ακολουθεί τήν Όδό, 10 Μιά σφραγίδα τής έκλογής Του.
Αύτός, ό Δημιουργός του πνεύματός μας, αναδημιουργεί καί αναμορφώνει τό πνευμα μας μέσα από δοκιμασίες.
Μιά ανείπωτη παρηγοριά έμφανίζεται στήν καρδιά,
Καί ό γήινος πόνος γίνεται πηγή αγαλλίασης.
Από τήν άλλη πλευρά, μιά γήινη ζωή χωρίς πόνο,
Είναι αληθινό σημάδι ότι ή Όδός έχει αποστρέψει τό πρόσωπό του απ'αύτήν,
Ακόμη καί άν έξωτερικά αύτός ό άνθρωπος μπορεί νά φαίνεται σεβάσμιος καί ένάρετος.
Ό πόνος τής καρδιάς, όταν ύπομένεται γιά χάρη τής άφοσίωσης στήν Όδό,
Ειναι ό δρόμος γιά τήν τελείωση.
Ό δρόμος γιά τήν τέλεια ταπείνωση, γιά τήν τέλεια άγάπη.
Μέσα άπό αύτόν τόν πόνο, όποιος άκολουθεί τήν Όδό ορθώνεται.
Μέσα άπό αύτόν, γίνεται πιό δυνατός.
Γι' αυτό, ό Αρχαίος Σοφός ειπε:
«Όταν οι άντίπαλοι σταυρώσουν τά σπαθιά,
Όποιος πενθεί γιά τίς άπώλειες,
Κερδίζει τόν πόλεμο».
Χωρίς προσβολές, ή ταπείνωση δέν δοκιμάζεται.
Χωρίς άντιξοότητες, ή άληθινή άγάπη δέν δοκιμάζεται.
Χωρίς θλίψεις, ή άρετή δέν δοκιμάζεται.
Μόλις κάποιος πού άκολουθεί τήν Όδό επιτρέπει στήν έπαρση νά μπεί σάν τόν κλέφτη στήν ψυχή του,
Ή Όδός επιτρέπει στίς θλίψεις νά μεγαλώσουν καί νά κυριαρχήσουν, Μέχρις ότου αύτός πού Τόν άκολοθεί επιστρέψει στήν άδυναμία καί
τήν ταπείνωση, πού ή Όδός προϋποθέτει
Καί έτσι γίνει πιό δυνατός.
Ή ψυχή ποτέ δέν μπορεί νά μάθει τή δύναμη τής Όδού όσο ζεί σέ άνεση.
Ή ψυχή ποτέ δέν μπορεί νά εκτιμήσει τήν άγάπη τής Όδού, άν δέν βρεθεί σέ κατάσταση όπου κάθε ελπίδα έχει χαθεί.
Ή Όδός άποκαλύπτει τότε τή Δύναμή Του σώζοντάς την.
Ή Όδός άποκαλύπτει τήν Αγάπη Του δίνοντας ελπίδα εκεί όπου δέν
ύπάρχει ελπίδα.
Ή Όδός άποκαλύπτει τόν έαυτό της, άλλά μόνο σέ ένα ήσυχο μέρος,
Όπου ή ψυχή ειναι μόνη, κλειδωμένη μέσα στήν καρδιά,
Αναζητώντας Τον μόνη μέσα στόν πόνο της.
Δέν σάς δίνω τύπους, λέει ή Όδός,
Δέν σάς δίνω έξισώσεις,
Αλλά θά σάς θεραπεύσω, οταν έρθει ή ώρα,
Μέ τό δικό μου τρόπο,
Πού έσείς δέν μπορείτε νά διακρίνετε.
Τό μυαλό σας τρέχει, ψάχνοντας νά βρεί λύση:
Αλλά δέν ύπάρχει λύση πού νά μπορεί νά τή συλλάβει τό μυαλό.
Τό μυαλό κάνει δοκιμές πρός κάθε κατεύθυνση,
Πιστεύοντας πώς μία άπό αύτές τουλάχιστον θά φέρει μπροστά του τόν στόχο πού γιά καιρό ποθεί:
Τήν άπελευθέρωση άπό τόν πόνο.
Αλλά κάθε δρόμος είναι άδιέξοδο.
Μπροστά σας βρίσκετε έναν τοίχο,
Δέν φτάνετε στόν στόχο.
Κι αύτό γιατί ύπάρχει λόγος πού ύπάρχει πόνος.
Είναι σάν πυρετός πού σέ τρελαίνει, πού ομως καίει καί διώχνει τήν
άρρώστια.
Μ'αύτόν τόν πόνο σάς θεραπεύω:
Χωρίς αύτόν θά πεθάνετε μέσα στήν άρρώστια σας.
Μ' αύτόν τόν πόνο σάς μεταβάλλω, γιά νά σάς κάνω τέλειους.
Χωρίς αύτόν θά είστε σάν ξένος στό Βασίλειό μου.
Μήν ψάχνετε νά βρείτε τύπο,
Μήν ψάχνετε νά βρείτε έξίσωση.
Κάντε μόνο ύπομονή.
Περιμένετέ με,
Όσο δουλεύω μέσα σας χωρίς νά φαίνεται.
Όταν θά έχετε άλλάξει καί θά είστε κατάλληλοι γιά τή Βασιλεία μου, 25 Τότε θά ξέρετε οτι κάτι έγινε,
Καί αύτό είναι τό μόνο πού θά ξέρετε.
Αλλά δέν χρειάζεται σκέψη.
Είσέλθετε, λοιπόν, στή χαρά μου,
Έσείς πού περιμένατε, άφοσιωμένοι, στόν πόνο μου.
Δέν Τόν ενδιέφεραν οι ιδέες τών άνθρώπων.
Ούτε ή κοινωνική τους τάξη, ούτε οι πολιτείες τους, ούτε τά έθνη τους, ούτε οι φατρίες τους,
Ούτε οσα αύτοί ονόμαζαν δικαιώματά τους.
Αύτά περνούν μέρα μέ τή μέρα σάν σύννεφα.
Πολλοί λένε οτι μάς θέλει εύτυχισμένους.
Προσπαθούν νά Τόν κάνουν οπως θά Τόν ήθελαν.
Ή άλήθεια είναι οτι δέν ενδιαφέρεται γι'αύτή τήν εύτυχία,
Γιατί αύτή ή εύτυχία δέν είναι άληθινή, δέν είναι παρά ενα όνειρο.
Είναι κι αύτή σάν τά σύννεφα,
Πού άλλάζουν μορφή καί εξαφανίζονται στόν άέρα.
Ποιός θυμάται τά χθεσινά σύννεφα;
Κάτω άπό τά σύννεφα είναι τό έδαφος πού ονομάζουμε θλίψη.
Αύτή ή θλίψη είναι ή γή μας, είναι τό χώμα τού εδάφους,
Είναι ή ίδια ή ούσία τής ζωής.
Αύτή δέν είναι σάν τά σύννεφα, αύτή είναι στερεή καί σταθερή.
Κάτω άπό τό έδαφος βρίσκονται κοιτάσματα νερού,
Καί αύτό τό νερό τό ονομάζουμε χαρά.
Μιά χαρά πιό βαθιά άπό τήν εύτυχία τών σύννεφων.
Αλλά αύτό τό νερό δέν άναδύεται άπό μόνο του στήν επιφάνεια.
Γι' αυτό πρέπει κανείς νά εργαστεί σκληρά γιά νά σκάψει τό έδαφος
τής θλίψης,
Ώστε νά μπορέσει νά τό άντλήσει.
ΠΗΓΗ: http://gerasimos-politis.blogspot.gr/2012/02/blog-post_9462.html
Σχόλια